- χειρομαχία
- χειρο-μαχία, ἡ, Handarbeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρομαχία — χειρομαχίᾱ , χειρομαχία manual labour fem nom/voc/acc dual χειρομαχίᾱ , χειρομαχία manual labour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρομαχία — ἡ, Μ [χειρομάχος] (σχετικά με φυτά) η καλλιέργεια από ανθρώπινα χέρια («αὐτοφυῶς καὶ οὐκ ἀπὸ χειρομαχίας», Ευστ.) … Dictionary of Greek
χειρομαχίας — χειρομαχίᾱς , χειρομαχία manual labour fem acc pl χειρομαχίᾱς , χειρομαχία manual labour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek